ὀνόματ'

ὀνόματ'
ὀνόματα , ὄνομα
name
neut nom/voc/acc pl
ὀνόματι , ὄνομα
name
neut dat sg
ὀνόματε , ὄνομα
name
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αίφνης — επίρρ. (Α αἴφνης) ξαφνικά, έξαφνα, αιφνιδίως νεοελλ. απροσδόκητα, ανέλπιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ., που απαντά παλαιότερα και συνηθέστερα με τη μορφή τού συνθ. εξ αίφνης, τόσο μορφολογικά όσο και από πλευράς σημασίας, φαίνεται να συνδέεται προς τα… …   Dictionary of Greek

  • άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… …   Dictionary of Greek

  • απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… …   Dictionary of Greek

  • θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… …   Dictionary of Greek

  • σιγώ — σιγῶ, άω, ΝΜΑ [σῑγα] 1. τηρώ σιγή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω, σιωπώ («σίγα, μή τις τ ἄλλος Ἀχαιῶν τοῡτον ἀκούσῃ μῡθον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγμ.) καταπαύω, ησυχάζω, σταματώ (α. «σίγησαν τα μίση» β. «σίγησε η θύελλα» γ. «σιγῶν δ ὄλεθρος καὶ μέγα… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • φορύνω — Α παθ. φορύνομαι λερώνομαι, κηλιδώνομαι («σῑτός τε κρέα τ ὀπτὰ φορύνετο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φορύνω (< *φορῠνjω] έχει σχηματιστεί από θ. φορῠ με έρρινο ένθημα ν και ενεστ. επίθημα jω (πρβλ. βαρύς: βαρύνω). Στο ίδιο θ., εξάλλου, ανάγεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”